- λαξευτός
- -ή, -όσκαλιστός, γλυπτός: Τα λαξευτά κτίρια της Πέτρας είναι ξακουστά σ’ όλο τον κόσμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαξευτός — hewn out of the rock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτός — ή, ό (AM λαξευτός, ή, όν) [λαξεύω] αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ) νεοελλ. 1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος 2. (για λόγο) γλαφυρός … Dictionary of Greek
λαξευτόν — λαξευτός hewn out of the rock masc acc sg λαξευτός hewn out of the rock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτοί — λαξευτός hewn out of the rock masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτή — λαξευτός hewn out of the rock fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτῷ — λαξευτός hewn out of the rock masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτά — λαξευτά̱ , λαξευτής stone hewer masc nom/voc/acc dual λαξευτής stone hewer masc voc sg λαξευτής stone hewer masc nom sg (epic) λαξευτός hewn out of the rock neut nom/voc/acc pl λαξευτά̱ , λαξευτός hewn out of the rock fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτοτομημένος — και λαξευτομημένος, η, ον (Μ) λαξευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαξευτός + τομημένος, μτχ. παρακμ. τού τομώ] … Dictionary of Greek
λαξευτῶν — λαξευτής stone hewer masc gen pl λαξευτός hewn out of the rock fem gen pl λαξευτός hewn out of the rock masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тесаный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. τμητός) разрезанный, разрубленный, приготовленный;… … Словарь церковнославянского языка